- φλασκάκι
- το, Ν [φλασκί]μικρό φλασκί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλασκάκι — το (υποκορ. του φλασκί βλ. λ.), μικρή φλάσκα, μικρό φλασκί, μικρή τσότρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)